Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



οβελιακός, -ή, -ό


Ερμηνεία:

Αυτός που έχει σχέση με το οβέλιο σημείο. π.χ. οβελιακά οστά, obeliac bones



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 
 


Συνώνυμα:



 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ανατομική: